υποθηκεύσιμος

υποθηκεύσιμος
η , ο[ν] подлежащий залогу, закладу; ипотечный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποθηκεύσιμος" в других словарях:

  • υποθηκεύσιμος — η, ο, Ν (κυρίως για ακίνητο περιουσιακό στοιχείο) αυτός που είναι δυνατόν να υποθηκευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υποθηκεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να υποθηκευτεί, που έχει τόση αξία, ώστε να αποφασίζει κανείς να δώσει δάνειο με υποθήκη του: Η υποθήκη δεν είναι υποθηκεύσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»